σημειολόγος

σημειολόγος
ο, η, Ν
γλωσσολόγος ειδικευμένος στη σημειολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. semiologue < σημεῖον + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντοπούλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • σημειολογικός — ή, ό, Ν [σημειολογία / σημειολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σημειολογία ή στον σημειολόγο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”